Σαμουήλ Γαραμόνδη’s Substack

Σαμουήλ Γαραμόνδη’s Substack

Share this post

Σαμουήλ Γαραμόνδη’s Substack
Σαμουήλ Γαραμόνδη’s Substack
εφηβεία

εφηβεία

Σαμουήλ Γαραμόνδης's avatar
Σαμουήλ Γαραμόνδης
Mar 24, 2025
15

Share this post

Σαμουήλ Γαραμόνδη’s Substack
Σαμουήλ Γαραμόνδη’s Substack
εφηβεία
Share

Ανάμεσα σε παλιά βοηθήματα, στοίβες αδιόρθωτα γραπτά, φωτοτυπίες, σβηστές οθόνες υπολογιστών που ξέμειναν από την προηγούμενη γύρα ανανέωσης του εξοπλισμού αλλά και το ημι-υποχρεωτικό πόστερ με Σολωμό και σχετική ατάκα, μία συνάδελφος με ρώτησε αν έχω δει μια σειρά. Μου έκανε εντύπωση καθώς σπανίως μιλάμε για κάτι πέρα από τα καθημερινά του σχολείου. Η σειρά ήταν το Adolescence.

Εντωμεταξύ, τις επόμενες μέρες, η σειρά αποδείχθηκε μεγάλο χιτ με ρεπορτάζ σε πολλά ειδησεογραφικά μέχρι και τοποθετήσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές ενώ το σχετικό λήμμα στη γουικιπίντια αναφέρει πως ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας πρότεινε να τη δείχνουν στα σχολεία της χώρας.

Την παρακολούθησα τις επόμενες μέρες και καθώς πέρναγαν το επεισόδια, με εκνεύριζε ολοένα και πιο πολύ. Άνοιγε μια βεντάλια θεμάτων - κυρίως παιδαγωγικών ή για τις κουλτούρες της παιδικής ηλικίας ευρύτερα - όλα τους σημαντικά, επίκαιρα και πολύ ενδιαφέροντα, και σε όλα, ένα προς ένα, έδινε τις χειρότερες δυνατές απαντήσεις, τυλιγμένες σε ένα αισθητικά αρκούντως θελκτικό πακέτο (more on esthetics later).

Στο α/τ

Η σειρά έχει τέσσερα μέρη. Ξεκινά με τη σύλληψη ενός έφηβου αγοριού για τη δολοφονία μίας συμμαθητριάς του - πληροφορία που δεν μαθαίνουμε κατευθείαν αλλά την οποία κατακρατεί ο αφηγητής για ΣοΚΑρΕι αργότερα. Έτσι το πρώτο μέρος αρχίζει με τη σύλληψη από την αστυνομία, την παραμονή στο τμήμα και ολοκληρώνεται με την αποκάλυψη του εγκλήματος, το δεύτερο αφορά την έρευνα των δύο αστυνομικών στο σχολείο του αγοριού, το τρίτο την συνεδρία του αγοριού - πλέον έγκλειστο σε κάποιου είδους ιδρύμα - με μία ψυχίατρο που θα του κάνει αξιολόγηση για να καταθέσει στη δίκη του σαν πραγματογνώμονας, και το τελευταίο, τη συναισθηματική επεξεργασία από την πλευρά των γονιών της πράξης αυτής του παιδιού τους.

Μετά την εισβολή της αστυνομίας στο σπίτι του νεαρού από κάποια ειδική μονάδα της αστυνομίας, το υπόλοιπο επεισόδιο εκτυλίσσεται στο τμήμα. Ήδη από εκεί η σειρά φαίνεται σαν να οπισθοχωρεί σε αναπαραστάσεις αστυνομικών τύπου NCIS, CSI κλπ: το τμήμα δεν είναι μια δημόσια υπηρεσία, που διαπερνάται από αντιθέσεις, με επαγγελματικές ρουτίνες, πολιτικές αστυνόμευσης, προϊσταμένους και υφισταμένους. αλλά ένα αποστειρωμένος χώρος με έπιπλα και αισθητική ικέα, όπου όλα δούλευαν ρολόι, με αυστηρά πρωτόκολα που τηρούνταν κατά γράμμα, με εμφανές το ενδιαφέρον όλων να ξεναγήσουν και να εξηγήσουν στον νεαρό τι του συμβαίνει και τι πρόκειται να του συμβεί. Η κάμερα κι αυτή με τη σειρά της κινείται αποστειρωμένα και καταγράφει με ηδονοβλεπτική αφοσίωση κι εξονυχιστική λεπτομέρεια τη διαδικασία της σωματικής έρευνας και της δαχτυλοσκόπησης. Η κάμερα επιμένει σ’ αυτή της την ψυχρότητα του και στο τέλος του επεισοδίου όταν, στο ανακριτικό γραφείο πια, ο πατέρας, μέχρι τότε πεισμένος για την αθωότητα του γιού του, εκτίθεται τελικά στο βίντεο που δείχνει τον νεαρό να δολοφονεί τη συμμαθήτριά του, βίντεο το οποίο αγνοοεί τόσο ο πατέρας όσο και εμείς οι θεατές μέχρι εκείνη τη στιγμή.

δες ένα ένα και τα πέντε δαχτυλάκια του παιδακίου με το αγγελικό πρόσωπο για να το συμπονέσεις τώρα, είναι ΚΑΚΟ όμως στ’ αλήθεια, θα καταλάβεις μετά ; )

Μέχρι εδώ η σειρά ήταν σχετικά εκνευριστική με τον ψευδορεαλισμό της, την αφελή και παλιακιά αναπαράσταση των α/τ και της αστυνομίας ή το συναισθηματικό μανιπουλάρισμα με την εκ των υστέρων αποκάλυψη του εγκλήματος, κανένα όμως από τα οποία δεν μου φάνηκε φοβερό ατόπημα. Not great, not terrible, καλές ερμηνείες, ψιλομέτριο.

Βιντεάκια

Η απογείωση ξεκινά στο δεύτερο επεισόδιο. Εκεί δύο αστυνομικοί επισκέφτονται το σχολείο του αγοριού. Τα βρίσκουν όμως σκούρα καθώς κανένας από τους εκπαιδευτικούς δεν μπορεί να τους διαφωτίσει για την κοινωνικότητα του παιδιού, φίλους, παρέες και λοιπά. Η πρώτη καθηγήτρια που συναντούν έχει μια αύρα ηρεμίας εκπαιδευτικού με άπειρα χρόνια εμπειρίας, που έχει φτάσει σε κάποιο είδος νιρβάνας για να μεταβολίσει τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα της εφηβείας αλλά φευ, παρότι σε ρεαλιστικά πλαίσια σου δίνει την αίσθηση ότι θα γνωρίζει μέχρι και ποιος τα ‘χει με ποιον στο σχολείο, δεν ξέρει να τους κατατοπίσει και εν πολλοίς παρουσιάζεται αδιάφορη και ματαιωμένη.

Ωωωω, έφηβοι παίξανε μπουνιές, the horror, THE HORROR

Αρχίζει έτσι να τους περιφέρει σε τάξεις για ενημέρωση, όποιος έχει πληροφορίες, ξέρει κάτι κλπ, και σε γραφεία για κατά μόνας κουβέντες με μαθητές και μαθήτριες. Στη τάξη του νεαρού, ο καθηγητής απουσιάζει, γίνεται χαμούλης, έρχεται καθυστερημένος και αποπροσανατολισμένος και καθώς οι αστυνομκοί βγαίνουν, λέει στη τάξη πως θα τους βάλει ένα βιντεάκι.

Άργησε ο κύριος Μάλικ, θα τους βάλει και βιντεάκι, ΚΑΤΑΛΑΒΑΜΕ

Λίγο αργότερα, κι ενώ έχουν μεσολαβήσει διάφορα, για να μην μείνουν σε κανέναν αμφιβολίες για το ποιόν των σημερινών εκπαιδευτικών, ο αστυνόμος Μπέκαμ απ’ το Πέκαμ - η σειρά είναι στην Αγγλία - επιδίδεται σε έναν δραματικό μονόλογο καθώς βγαίνει απ’ το κτίριο:

(αστυνόμος Μπέκαμ)
Do you know what? I honestly...I just can't stand this fucking place.
(...)
Does it look like anyone's learning anything in there to you? Hmm?
It just looks like a fucking holding pen.
Videos in every class.
Mr. Malik just walking in and out when he wants.
And you said it fucking smells.
(συναδέλφισσα Μπέκαμ που συγκατανεύει)
It does fucking stink. All schools stink.

Στην επίσκεψη τους στο σχολείο, βλέπουμε μεταξύ άλλων, μία μίνι ανάκριση της καλύτερης φίλης της έφηβης που δολοφονήθηκε, η οποία τους αντιμετωπίζει με επιθετικότητα (μέγα σοκ) αλλά και ένα σπαραξικάρδιο ενσταντανέ στην τάξη του γιου του αστυνόμου Μπέκαμ, όπου ένας συμμαθητής του, με μάλλον μέτριες επιδόσεις στα μαθηματικά καθώς φαίνεται να βάζει το 12 μετά το 13, κοροϊδεύει το έφηβο Μπεκαμάκι κάνοντάς του όινκ όινκ.

“All schools stink” Jean-Jacques Rouseau, Αιμίλιος ή Περί Αγωγής, 1762

Τη λύση στο μυστήριο δίνει εντωμεταξύ ο προαναφερθείς γιος του Μπέκαμ. Σε ένα τραγελαφικό τετ-α-τετ πατέρα γιου, του επεξηγεί ένα-ένα τη σημασία διάφορων εμότζι. Τα εν λόγω εμότζι υπήρχαν σε σχόλια στο ινστα που είχε κάνει η μαθήτρια-θύμα σε φώτοζ του μαθητή-θύτη όπου τον κοροιδεύε σαν ίνσελ. Όπερ έδει δείξαι, το κίνητρο βρέθηκε, πατέρας και γιος πάνε για φαί.

Ψυχώ

Μεταφερόμαστε έπειτα σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα όπου παρακολουθούμε την αξιολόγηση του νεαρού από μία ψυχίατρο η οποία καταπώς φαίνεται είναι επιφορτισμένη με το να διακριβώσει κατά πόσον το αγόρι κατανοεί την πράξη του, έχει ικανότητα επανόρθωσης κ.ο.κ., λογικά για να αποφασίσει το δικαστήριο με βάση αυτή την αξιολόγηση ανάμεσα στη φυλακή και το ψυχιατρείο. Η κουβέντα χτίζει ένταση σταδιακά, με τον μικρό να της επισημαίνει την ταξική τους διαφορά κι εκείνη να προσπαθεί ουσιαστικά να εκμαιεύσει τις απόψεις του (?!) για την αρρενωπότητα αλλά και συγκεκριμένες λεπτομέρειες για τις σεξουαλικές του σχέσεις, επίσης (?!). Στις εκρήξεις του νεαρού εκείνη φαίνεται να αντιδρά σοκαρισμένη και γενικά δίνει την αίσθηση χαρακτήρα που μόλις προσγειώθηκε στο σύμπαν που κατοικεί, καθώς πρόκειται ουσιαστικά για μία ψυχίατρο που επισκέπτεται συχνά αναμορφωτήρια αλλά παρ’ όλ’ αυτά σοκάρεται με την επιθετικότητα ενός εφήβου. Η γενικά φροντιστική της εικόνα στην αρχή του επεισοδίου - θυμάται το αγαπημένο ρόφημα του αγοριού και φροντίζει να το προμηθευτεί, ενώ, όπως μαθαίνουμε, είναι εξαιρετικά επιμελής και επιδιώκει περισσότερες συνεδρίες για να γράψει την αξιολόγησή της από την άλλη ψυχίατρο που επισκέπτεται τον νεαρό - έρχεται σε αντίθεση με το σοκ που ακολουθεί. Η αντιπαράθεση αυτή των δύο εικόνων φαίνεται να χτίζει τον χαρακτήρα της σαν μία υπέρ το δέον φιλελεύθερη do-gooder που δεν ξέρει - η αφελής - τι την περιμένει.

γιεπ

Από την συζήτησή τους, δεν βγαίνουμε με κανέναν τρόπο σοφότεροι όσον αφορά τις ενδοψυχικές διεργασίες του νεαρού ούτε για το σημείο τομής τους με το κοινωνικό, την γεμάτη μίσος και μνησικακία ταυτότητα των ίνσελς, αλλά υπάρχει ένα λάιτ μοτίφ σε όλη την κουβέντα, που υπονοεί ένα ερμηνευτικό σχήμα. Η θεματοποίηση της ταξικής τους διαφοράς, που εκκινεί στην αρχή της κουβέντας με αφορμή τις διαφορετικές λέξεις που χρησιμοποιούν οι δυό τους για το ψωμί, επανέρχεται συνεχώς, με την αναφορά στο επάγγελμα του πατέρα - υδραυλικός - δουλειά που αναφέρει με ντροπή το αγόρι. Η σχέση τους αυτή αναδιπλασιάζεται στη σύντομη αλληλεπίδραση της ψυχιάτρου με το φύλακα που παρακολουθεί τα μόνιτορς του ιδρύματος. Ένας ελάσσονας χαρακτήρας που βγαίνει για λίγο από την αφάνεια - σαν τον Θερσίτη - για να πει πόσο μισεί τη δουλειά του, να ζηλέψει την απόλαυση που αντλεί η ψυχίατρος από τη δική της και να εξαφανιστεί μετά ξανά στο ανώνυμο, φθονερό - και πιθανώς γουρουνίσιο αν θυμηθούμε τον Burke - πλήθος των hoi polloi. Χωρίς να επιδιώκει να αναδείξει αιτιώδεις σχέσεις - κάτι που η σειρά αποφεύγει επιμελώς, και νομίζω προγραμματικά, να κάνει σε όλα τα επεισόδια - παραθέτει, δίπλα τη μία στην άλλη, τις φράσεις είναι φτωχός / μισεί τις γυναίκες.

Αρκουδάκια και μαχαιροβγάλτες

Στο τέταρτο μέρος, η κάμερα επιστρέφει στους γονείς του νεαρού. Επίκεντρο του επεισοδίου μία συζήτηση μεταξύ του πατέρα και της μητέρας με το ερώτημα να πλανιέται: κάναμε κάτι λάθος; Ίσως η πιο συγκινητική στιγμή της σειράς, όπου ξεπηδάει λίγο αυθεντικό συναίσθημα ανάμεσα στην ωμότητα, τον κυνισμό και την κοινοτοπία, βρίσκεται σε αυτό τον διάλογο. Ο πατέρας προσπαθεί, ανακαλώντας τη σχέση με το δικό του πατέρα, μία σχέση βίας και επιβολής, να ανασυγκροτήσει τη δική του συμπεριφορά απέναντι στο γιο του. Αναρωτιέται, πως, παρότι ορκίστηκε πως δεν θα σηκώσει ποτέ χέρι στον μικρό, όπως έκαναν σ’ εκείνον, πως, παρ’ όλ’ αυτά, ο γιος του κληρονόμησε διαγενεακά την οργή και το μίσος που τον οδήγησαν στη δολοφονία της συμμαθήτριάς του. Η ανασυγκρότηση αυτή τον οδηγεί να σκεφτεί τη συμπεριφορά του, την ντροπή που ένιωθε ο ίδιος, και που εισέπραξε ο γιος του, όταν ο δεύτερος αποδείχθηκε πως δεν ήταν αρκετά καλός στα αθλήματα, πως δεν ήταν αρκετά άντρας όπως υπονοείται. Η συγκίνηση όμως αυτή - πέρα από τη λίγο μηχανιστική κατάληξη της σκέψης - έχει υπονομευτεί διπλά. Για αρχή, φαίνεται ότι η έκφραση του συναισθήματος πνίγεται εκ των προτέρων στη γνωστή κοινοτοπία με τη σχέση των παιδιών με το ίντερνετ - ο γιος έγινε δολοφόνος γιατί…ίντερνετ το βράδυ στο δωμάτιό του.

…τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί

Σκέψη η οποία, αν πηδήσουμε λίγο από το πεδίο της καλλιτεχνικής αναπαράστασης σε εκείνο της παιδαγωγικής πραγματικότητας, υπονομεύει και την όποια παιδαγωγική πρακτική που θα μπορούσε να παρέμβει στη συγκρότηση ακροδεξιών, μισογύνικων - και δυνητικά εγκληματικών - ψηφιακών κοινοτήτων. Το κάνει αυτό με τον ίδιο τρόπο που η φετιχοποιημένη - και ολίγον τι ποινική - εστίαση σε μεμονωμένα τεχνουργήματα (κινητά και υπολογιστές) στα σχολεία θέτει εμπόδια στην επαφή των ψηφιακών κοινοτήτων των παιδιών με τις διεργασίες της τάξης. Στερώντας μας έτσι την πρόσβαση και τον αναστοχασμό, από κοινού με τις ομάδες των παιδιών, πάνω στον πλούτο της ψηφιακής παιδικής κι εφηβικής κοινωνικότητας.

Το συναίσθημα όμως του επεισοδίου υπονομεύεται και με έναν άλλο τρόπο, που εν τέλει μάλλον διατρέχει όλη τη σειρά. Στο τέλος, ο πατέρας μπαίνει στο άδειο παιδικό δωμάτιο του γιου του, περιφέρεται λίγο, φαίνεται χαμένος, αρχίζει να κλαίει γοερά και καταλήγει να βάλει για ύπνο, σκεπάζοντάς το, το παιδικό αρκουδάκι του γιου του. Η σειρά και πάλι αγγίζει τη συγκίνηση του συναισθήματος μόνο όμως για να την αποφύγει. Παριστάμεθα - και συγκινούμαστε σαν θεατές - στο οδυνηρό πένθος του πατέρα για το εξιδανικευμένο παιδί της φαντασίωσης που κηδεύεται συμβολικά καθώς ο ίδιος αποδέχεται, με πόνο, το παιδί της πραγματικότητας. Η συγκίνηση αυτή όμως υπονομεύεται καθώς προσκρούει στην εικονοποία της σειράς: αρχίζει με τον δολοφόνο, τελειώνει με το αρκουδάκι. Μέσα σε αυτήν εικονοποιία, ο οδυνηρός αποχαιρετισμός του παιδιού που είχαν φαντασιωθεί οι γονείς, δεν αποτελεί την ελπιδοφόρο αρχή μίας νέας γνωριμίας, μιας νεας σχέσης των γονιών με το παιδί τους, μια επίπονη και λυτρωτική αποδοχή αλλά ένα βήμα που μένει μετέωρο καθώς συγκρούεται με την ψυχρότητα των αφηρημένων σχημάτων, παιδί-δολοφόνος versus παιδί-αρκουδάκι. Τα σχήματα αυτά αποτελούν πάλι μια οπισθοχώρηση στο επίπεδο αναπαράστασης της παιδικής ηλικίας και των κόσμων της, πίσω στους πιο διαδεδομένους και κοινότοπους τρόπους παρουσίασης των παιδιών στην κουλτούρα μας: από τη μιά, το αθώο αγγελούδι, από την άλλη, ένα προ-πολιτισμικό τέρας. Τα πρώτα είναι κατά βάση άβουλα όντα, χωρίς επιθυμίες, έντονες αγάπες και μίση, αθώα κι ευάλωτα, που χρήζουν ασφυκτικής προστασίας. Τα δεύτερα, είναι όντα χωρίς ενδιάθετη αίσθηση της πειθαρχίας, σε άγρια ή ημιάγρια κατάσταση, πάντοτε έχοντας την ανάγκη εισαγωγής τους στον πολιτισμό.

Adolescence, ep.4, 2025 Lord of the Flies, 1963

Πίσω από τις αφαιρέσεις χάνεται η πραγματικότητα των παιδιών σαν όντα που είναι αυτόνομα, αφ’ εαυτών δικαιϊκά υποκείμενα συγκεκριμένων δικαιωμάτων, που αγαπούν με πάθος, μισούν έντονα, αμύνονται και επιτίθονται, συγκροτούν και διαλύουν τις δικές τους κοινότητες και κουλτούρες. Και πάλι γυρνώντας στα παιδαγωγικά, ο εγκλωβισμός στις αφαιρέσεις αυτές μας στερεί τη δυνατότητα της σχέσης με τις μαθήτριες και τους μαθητές μας, καθώς μάς αποκλείει από την εμπλοκή με τις ιστορίες τους, αξεχώριστα ενδοψυχικές και κοινωνικο-πολιτισμικές. Η σειρά, συντονιζόμενη ίσως και με τους περιρρέοντες ηθικούς πανικούς για την εφηβική παραβατικότητα, ενώ αγγίζει την συγκίνηση της πραγματικής σχέσης, ουσιαστικά δειλιάζει και αναδιπλώνεται στην ανιαρή σιγουριά πολυφορεμένων κοινωνικο-πολιτισμικών διπόλων. Είναι σα να μας λέει τελικά: αθωότητα τέλος, καλώς ήρθατε στον Άρχοντα των Μυγών.

Η ηθική του βλέμματος

Η σειρά όμως δεν είναι κείμενο αλλά κινούμενη εικόνα. Πολλά - αν όχι τα περισσότερα - από τα παραπάνω θα μπορούσαν να ειπωθούν και σαν σχολιασμός κειμένων για παιδιά που βρίσκουμε στον τύπο, σε ατάκες από γραφεία καθηγητών κ.ο.κ.. Ειδικά σαν κινούμενη εικόνα όμως, η σειρά σχολιάστηκε κατά κόρον για την κάμερά της και τον ρεαλισμό της. Πέρα από το τεχνικό κομμάτι και τη σχετική δεξιοτεχνία που απαιτείται για την εξίσωση ένα πλάνο ανά επεισόδιο, η κάμερα σαν βλέμμα του αφηγητή είναι, μου φαίνεται, ένας τρόπος να σχετίζεσαι με αυτό που δείχνεις: το πως μετακινείται, που στοχεύει, που περνάει γρήγορα και που κοντοστέκεται είναι όλα μέρος της γραμματικής μιας σχέσης. Η κάμερα του Adolescence είναι ψυχρή: ακολουθεί τα υποκείμενά της από κοντά, κινείται με απόλυτη ηρεμία, όταν παίζει σωματοποιημένη έκφραση του συναισθήματος κολλάει στις μούρες τους, όταν αλληλεπιδρούν κινείται σχετικά αργά από το ένα στο άλλο, σαν κάποιου είδους εξωγήινο μάτι που παρατηρεί διάφορα αξιοπερίεργα που συμβαίνουν με ενδιαφέρον εντομολόγου. Η ψυχράδα της αυτή είναι χαρακτηριστική του ψευδορεαλισμού της. Στην πιο συγκινητική σκηνή στιγμή της σειράς, στο διάλογο των δύο γονιών, η κάμερα στέκεται δίπλα απ’ το ζευγάρι, και κινείται νωχελικά από το ένα πρόσωπο στο άλλο, δίνει την αίσθηση μίας παράθεσης αντιδράσεων και όχι της ζωντανής σχέσης, μία δεξια μία αριστερά, πόνος μαμάς, πόνος μπαμπά, δύο πέτρες η μία δίπλα στην άλλη. Το ίδιο και στο σχολείο που με το ίδιο νωχελικό μάτι παρατηρούμε μία τεράστια γκάμα περιστατικών, άσκηση για φωτιά, ματαιωμένες εκπαιδευτικούς, συζητήσεις με μεμονωμένους μαθητές, ενημερώσεις σε τάξεις, ντροπαλούς εφήβους, μία κλωτσοπατινάδα στο προαύλιο, βάλε το κινητό σου μέσα, αργοπορημένους καθηγητές.

Η συνεχής ροή του μονόπλανου συγκαλύπτει το γεγονός ότι μοιαζει, για αυτό το βλέμμα, η πραγματικότητα να συγκροτείται από λίστες που το μόνο που συνδέει τα στοιχεία τους είναι το πόσο σοκαριστικά και έντονα είναι. Η υπόρρητη αυτή οντολογία των κόσμων της παιδικής ηλικίας αλλά και του κατεξοχήν χώρου της, του σχολείου, αποτελεί για αυτού του είδους τους “ρεαλισμούς” ένα μπαράζ έντονων συναισθηματικών στιγμών που σχετίζονται με τα παιδιά και την εκπαίδευση, ένα σωρό εντάσεων, η καθεμιά τους μονήρης, ασύνδετη με ο,τιδήποτε άλλο, και εξ αυτού ανεξήγητη, που πανικοβάλει και δημιουργεί σύγχυση στον θεατή. Ανάλογη οντολογία είχε και μία πρόσφατη ταινία, πάλι για σχολεία, το Στο γραφείο των Καθηγητών όπου και πάλι γινόμαστε θεατές μία τεράστιας σειράς έντονων περιστατικών από κλοπές από μαθητές και καθηγητές, απολύσεις προσωπικού, αποκαλύψεις στην μαθητική εφημερίδα του σχολείου, συλλήψεις μαθητών. Χωρίς αυτή η ταινία να βγάζει το ίδιο ψυχρό και βλοσυρό κλίμα με τη σειρά, μοιράζεται την ίδια αντίληψη για τη σχολική πραγματικότητα: ένας σωρός από μεμονωμένες εντάσεις, καμία από τις οποίες δεν βγάζει ακριβώς νόημα. Ένα ανοικονόμητο χάος στο οποίο κάποιος πρέπει - επιτέλους - να βάλει μια τάξη.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι μόνο ψέμα ή απίθανο. Η ένσταση δεν είναι ότι μεμονωμένα δεν μπορουν να ισχύουν αυτά που δείχνονται, θα ήταν εξάλλου παράλογο: δεν είναι καθόλου απίθανοι οι ματαιωμένοι εκπαιδευτικοί, οι μπουνιές στο προαύλιο, οι κλοπές από τσάντες και χίλιες δυό άλλες έντονες καταστάσεις.

Ρεαλισμός - τουλάχιστον αυτός που νομίζω εγώ πως αντιστοιχεί στην πραγματικότητα - δεν είναι αυτή η παράθεση άσχετων και εξ αυτού ακατανόητων μεταξύ τους στιγμών, χωρίς αναφορά στην ιστορία τους και στις σχέσεις αναμεταξύ τους. Ρεαλισμός είναι πως γίνονται τα πράγματα, πως έφτασαν δηλαδή να είναι όπως τώρα και άρα, πως θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά μέσα από την εμπρόθετη δράση των ανθρώπων. Η ιστορία της παραγωγής τους απελευθερώνει τη φαντασία, καλλιτεχνική ή παιδαγωγική, καθώς λειτουργεί σαν υπόμνηση του παρελθόντος έργου της. Τα σχολεία δεν αναδύονται έτσι στη σειρά σαν ένα πολύπλοκο μεν οικοσύστημα που δεν στερείται όμως νοήματος, με τη δική του οργάνωση, αντιθέσεις, ρωγμές και δυνατότητες. Όπου επαγγελματικές ρουτίνες, θεσμικές επιταγές, γονεϊκές προσδοκίες και παιδικές ή εφηβικές επιθυμίες συμπλέουν ή συγκρούονται.

ενημέρωση καθηγητών από σύμβουλο, The Wire, season 4

Ο ψευδορεαλισμός αυτός σημαίνει και μία οπισθοχώρηση σε σχέση με τις αναπαραστάσεις των σχολείων και των παιδιών είτε έχει να κάνει με τον ενδοψυχικό κόσμο της παιδικής ηλικίας, το εύτερο κοινωνικό, θεσμικό και οικονομικό πλέγμα σχέσεων που εντός του υπάρχουν τα σχολεία ή με τις πολιτικές κουλτούρες των εφήβων - εν προκειμένω της ακροδεξιάς. Από αυτόν τον ψευδορεαλισμό λείπει με άλλα λόγια, η συναισθηματική ευαισθησία απέναντι στην παιδική διαχείριση της απώλειας και της απόστασης, όπως στο Petite maman, η κοινωνιολογική οξυδέρκεια της τέταρτης σεζόν του The Wire για την καταστροφή της παιδαγωγικής σχέσης από τα συνεχή μπαράζ των προτυποποιημένων τεστ στους μαθητές ή - πιο πρόσφατα - η επιμελής παρατήρηση του χτισίματος πυρήνων από ακροδεξιούς εφήβους στα σχολεία, το διαγενεακό χάσμα και η επακόλουθη σύγκρουση των εφήβων αυτών με πιο δημοκρατικούς εκπαιδευτικούς, όπως στο Zero Hour.

Αλλά…

ή οι περιπέτειες της αναγνωστικής απόκρισης

Ντάξει η σειρά δεν μου άρεσε. Ένα καλλιτεχνικό έργο όμως είναι πάντοτε μια συνάντηση και σαν τέτοια ξεφεύγει σίγουρα από τις προθέσεις του δημιουργού του αλλά και από την ίδια του τη γραμματική ενώ οι συναντήσεις με τα σχετικά κοινά ποικίλουν και πολλαπλασιάζονται. Για τη συνάδελφο που μου πρότεινε τη σειρά, τώρα μια βδομάδα μετά που το ξανακουβεντιάσαμε, ο μονόλογος του αστυνόμου Μπέκαμ, δεν ήταν υποτιμητικός για τα σχολεία, αλλά αναγνώριση από αυτόν τον “σκληρό άνθρωπο που έχει ζήσει τόσα”, τον αστυνομικό δηλαδή, του πόσο δύσκολη είναι η δουλειά του εκπαιδευτικού. Δεν τίθεται εδώ ζήτημα σωστής και λάθος ανάγνωσης, οι ερμηνείες μπορούν να αντιπαρατεθούν, αλλά θέμα αναγνώρισης και της κοινωνικής σημασίας ενός έργου, τι κάνει, όχι τι είναι.

Σαν τέτοιο συζητιέται αρκετά στα κατεξοχήν δύο fora ενός δημόσιου σχολείου: το γραφείο των καθηγητών και το καπνιστήριο. Η συζήτηση έρχεται σε μία συγκυρία όπου, εδώ και ίσως δεκαετία, επαναπροσδιορίζεται η ίδια η παιδική ηλικία εν γένει. Ο επαναπροσδιορισμός αυτός περνάει αναγκαστικά μέσα από μία εντονότερη εστίαση σε ο,τιδήποτε σχετίζεται με τα παιδιά, με τα σχολεία να είναι στο προσκήνιο, ενώ μέσα από αυτήν εντονότερη εστίαση παράγονται και οι νέες έννοιες, γνώσεις και πρακτικές γύρω από την παιδικότητα. Είναι μία κοινωνικο-ιστορική κατάσταση πραγμάτων που δεν είναι καλή ή κακή από μόνη της, αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο κενώνονται σημαίνοντα από τις παραδεδομένες σημασίες τους και αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός για τις καινούργιες. Παιδί, σχολείο, γονείς, φροντίδα, εκπαιδευτικός, βία και οριοθέτηση, είναι πεδία αντιπαραθέσεων. Οι πρόσφατοι ηθικοί πανικοί γύρω από την εφηβική παραβατικότητα είναι με αυτή την έννοια τοποθετήσεις γύρω από το ποια θα πρέπει να είναι τα νέα σημαινόμενα που θα γεμίσουν το σημαίνον δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έφηβοι και οριοθέτηση. Σαν τέτοιες προτείνουν μία κατά βάση ποινική μεταχείριση των εφήβων τους

οποίους αντιλαμβάνονται σαν όντα που πρέπει κατά βάση να τιθασευτούν, ενώ η αγριάδα τους συνδέεται μ’ έναν τρόπο ομιχλώδη με την ψηφιακή τους ζωή.

Η σειρά συμπλέει με αυτή τη λογική στη γραμματική της καθώς, πέρα από όλα τα παραπάνω, παρουσιάζει αποπλαισιωμένα τους ίνσελς. Κοινότητα η οποία, για όσους και όσες δουλεύουν με παιδιά τελευταίων τάξεων δημοτικού αλλά και γυμνασίου, είναι γνωστό πως παρέχει στον ανταγωνισμό που μόλις αναφέραμε μία απάντηση στο τι σημαίνει να είσαι έφηβο αγόρι. Η απάντηση αυτή έχει σημαντική δημοφιλία. Η ταυτότητα που χτίζει αντλεί το υλικό της και την εικονοποιία της από εκσυχγρονισμένες - και memοποιημένες - ρατσιστικές και φυλετικές θεωρίες του 19ου αιώνα ενώ μπετονάρει τα άγχη αποδοχής των έφηβων αγοριών σε μία ταυτότητα γεμάτη μίσος και μνησικακία για τις γυναίκες, που στο εξωτερικό έχει οδηγήσει σε μαζικές γυναικοκτονίες, κάτι που δεν φαίνεται απίθανο να συμβεί και εδώ κάποια στιγμή.

Το πιο όμορφο και κατατοπιστικό βίντεο για τους ίνσελς από την Κόντραπόιντς

Η σειρά παρότι συγκαλύπτει τα συμφραζόμενα της γοητείας της ίνσελ ταυτότητας στους μαθητές, σε ένα άλλο επίπεδο ανοίγει μία συζήτηση στα σχολεία που δεν υπήρχε, φέρνοντας πιο κοντά τους εκπαιδευτικούς με τις ψηφιακές βιογραφίες των μαθητών τους: μία συνάδελφος, με αφορμή τη σειρά, ρώτησε την κόρη της αν ήξερε τον Άντριου Τέιτ (προφανώς ναι) ενώ οι ίνσελς μονοπώλησαν τη συζήτηση του καπνιστηρίου.

Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και στην περίπτωση μιας πιθανής παιδαγωγικής μεταγραφής όπου ένα υλικό (επιστημονικό σύγγραμμα, μυθιστόρημα, ταινία κλπ) αναπλαισιώνεται ώστε να λειτουργήσει σαν παιδαγωγικό υλικό. Όσο εκνευριστική κι αν μου φάνηκε σα θεατή η σκηνή με την αξιολόγηση του νεαρού, άλλο τόσο μπορώ να φανταστώ χίλιους - δυό τρόπους που αποσπάσματά της θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν υλικό σε ομάδες γυμνασίου.

Each one - teach one

Στον ανταγωνισμό που έχει ανοίξει για το μέλλον των σχολείων, πολλές από τις απαντήσεις που δίδονται θα επιχειρήσουν να νεκραναστήσουν στην εκπαίδευση ένα εξιδανικευμένο παρελθόν της. Το παρελθόν που θα ορίζεται από ένα τελειώσαν τα αστεία, έχει ξεφύγει η κατάσταση, τα κεφάλια μέσα, μέσα σε μία ατμόσφαιρα ποινικής διαχείρισης των νεαρών αγοριών πρωτίστως αλλά και των εφήβων γενικότερα και σε έναν αντιδραστικό βουκολισμό όπου τα αγόρια θα είναι αντράκια, τα κορίτσια φέρυ μπότ και ούτω καθεξής.

Στον αντίποδα, για όσους ενδιαφέρονται για ένα δημοκρατικό σχολείο (εν παρόδω, έτσι είναι περίπου κι ο τίτλος για ένα απ’ τα καλύτερα - και πιο ρεαλιστικά (sic) - βιβλία για σχολεία, που μας λέει την ιστορία ενός δημοτικού στη Γκράβα), η πορεία περνάει απαραίτητα μέσα από την ενεργή εμπλοκή με τις ιστορίες των μαθητών και των μαθητριών μας αλλά και των οικογενειών τους. Μέσα από την προσέγγιση με τους άλλους δρώντες της εκπαιδευτικής κοινότητας μπορεί το σχολείο να επανεφευρεθεί, με τον ίδιο τρόπο που ανακάλυψαν οι μοντερνιστές ζωγράφοι στο παιδικό σχέδιο την έμπνευση για ένα μέλλον που δεν έχει έρθει ακόμα.

Asger Jorn, Le canard inquiétant, 1959

15

Share this post

Σαμουήλ Γαραμόνδη’s Substack
Σαμουήλ Γαραμόνδη’s Substack
εφηβεία
Share

Ready for more?

© 2025 δσγφσξδγδξα
Privacy ∙ Terms ∙ Collection notice
Start writingGet the app
Substack is the home for great culture

Share